άποικος

From LSJ
Revision as of 21:55, 29 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

διὰ τί αἱ μεγάλαι ὑπερβολαὶ νοσώδεις → why are great excesses disease-producing

Source

Greek Monolingual

ο (Α ἄποικος)
ο κάτοικος αποικίας, αυτός που έλαβε μέρος σε αποικισμό
αρχ.
1. αυτός που βρίσκεται μακριά από την πατρίδα του
2. «ἄποικος πόλις» — η αποικία.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < απ(ο)- + οίκος «σπίτι, πατρίδα»].