Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ἀναμαρμαίρω

From LSJ
Revision as of 14:58, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

Νέµουσι δ' οἴκους καὶ τὰ ναυστολούµενα ἔσω δόµων σῴζουσιν, οὐδ' ἐρηµίᾳ γυναικὸς οἶκος εὐπινὴς οὐδ' ὄλβιος → They manage households, and save what is brought by sea within the home, and no house deprived of a woman can be tidy and prosperous

Euripides, Melanippe Captiva, Fragment 6.11
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀναμαρμαίρω Medium diacritics: ἀναμαρμαίρω Low diacritics: αναμαρμαίρω Capitals: ΑΝΑΜΑΡΜΑΙΡΩ
Transliteration A: anamarmaírō Transliteration B: anamarmairō Transliteration C: anamarmairo Beta Code: a)namarmai/rw

English (LSJ)

   A move quickly, of a smith's bellows, A.R.3.1300.

German (Pape)

[Seite 197] aufglänzen machen, Feuer entzünden, Ap. Rh. 3, 1300, s. ἀναμορμύρω.

Greek (Liddell-Scott)

ἀναμαρμαίρω: κινοῦμαι ταχέως, ἐπὶ τῶν φυσητήρων σιδηρουργοῦ, Ἀπολλ. Ρόδ. Γ. 1300· ἀλλ’ ὁ Σχολιαστὴς δίδει εἰς τὴν λέξιν ἄλλην σημασίαν: «ἀναμαρμαίρειν κυρίως τὸ καίειν· μετενήνοχε δὲ τὴν φωνὴν ἀπὸ τῆς σφοδροτάτης φυσήσεως ἐνεργούσης ἔξωθεν». ― Ὁ Ρούγκ. ὑπέβαλε διόρθωσιν ἀναμορμύρουσι, ὁ δὲ Μέρκελος ἀναμαιμάουσι.

Spanish (DGE)

avivardel fuelle de fragua φῦσαι χαλκήων ὁτὲ μέν τ' ἀναμαρμαίρουσιν πῦρ ὀλοὸν πιμπρᾶσαι A.R.3.1300.

Greek Monolingual

ἀναμαρμαίρω (Α)
(για φυσητήρα σιδηρουργού) κινούμαι γρήγορα.
[ΕΤΥΜΟΛ. ἀνα- + μαρμαίρω «αστράπτω»].