ταβλάριος
English (LSJ)
ὁ, = Lat.
A tabularius, PSI3.281.39 (ii A.D.), IGRom.4.679 (Eulandra), etc.
Greek Monolingual
ὁ, Α
γραμματοφύλακας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. tabularius «γραμματοφύλακας»].
ὁ, = Lat.
A tabularius, PSI3.281.39 (ii A.D.), IGRom.4.679 (Eulandra), etc.
ὁ, Α
γραμματοφύλακας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. tabularius «γραμματοφύλακας»].