τανυσίσκοπος
English (LSJ)
ον,
A far-seeing, Φοιβείη ἀκτίς Poet. ap. Jul.Ep.89.
Greek (Liddell-Scott)
τᾰνῠσίσκοπος: -ον, ὁ βλέπων μακράν, Ποιητὴς παρ’ Ἰουλιαν. 299C.
ον,
A far-seeing, Φοιβείη ἀκτίς Poet. ap. Jul.Ep.89.
τᾰνῠσίσκοπος: -ον, ὁ βλέπων μακράν, Ποιητὴς παρ’ Ἰουλιαν. 299C.