διαπεύθομαι

Revision as of 21:32, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (4)

English (LSJ)

poet. for διαπυνθάνομαι, A.Ag.807 (anap.).

German (Pape)

[Seite 595] = διαπυνθάνομαι, Aesch. Ag. 808.

Greek (Liddell-Scott)

διαπεύθομαι: ποιητικ. ἀντὶ τοῦ διαπυνθάνομαι, Αἰσχύλ. Ἀγ. 807.

French (Bailly abrégé)

seul. part. prés;
poét. c.
διαπυνθάνομαι.

Spanish (DGE)

investigar abs. γνώσῃ δὲ χρόνῳ διαπευθόμενος A.A.807.

Greek Monolingual

βλ. διαπυνθάνομαι.

Greek Monotonic

διαπεύθομαι: ποιητ. αντί διαπυνθάνομαι, σε Αισχύλ.