δικείν

From LSJ
Revision as of 20:20, 26 March 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "εῑν " to "εῖν ")

σκῆπτρον χρυσείοις ἥλοισι πεπαρμένον → sceptre pierced with golden studs, staff studded with golden nails

Source

Greek Monolingual

δικεῖν (Α)
Ι. (απαρέμφ. αορ.)
1. ρίχνω
2. βάλλω, χτυπώ
II. (μτχ. αορ.) δικών, -οῡσα, -όν
αυτός που έρριξε, που χτύπησε.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για το απαρέμφ. του αορ. έδικον, του οποίου δεν απαντά ενεστώτας. Είναι αβέβαιης ετυμολ. με μόνη πιθανή τη σύνδεση με το δείκνυμι, αν ληφθεί υπ' όψιν η έννοια της κατευθύνσεως, διευθύνσεως, η οποία ενυπάρχει στο ρήμα].