Τὸν εὖ ποιοῦνθ' (εὐποροῦνθ') ἕκαστος ἡδέως ὁρᾷ → Den, der ihm wohltut, freut ein jeder sich zu sehn
ἀδελφοποιός, -όν (Α)αυτός που υιοθετεί κάποιον ως αδελφό.[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἀδελφὸς + ποιῶ].