αγχίμολος
From LSJ
Λιμὴν ἀτυχίας ἐστὶν ἀνθρώποις τέχνη → Ars est hominibus portus infortunii → Vor Unglück bietet Menschen Zuflucht Kunstverstand
Λιμὴν ἀτυχίας ἐστὶν ἀνθρώποις τέχνη → Ars est hominibus portus infortunii → Vor Unglück bietet Menschen Zuflucht Kunstverstand
ἀγχίμολος, -ον (Α)
1. αυτός που έρχεται κοντά, που πλησιάζει
2. (το ουδ. ως επίρρ.) τὸ ἀγχίμολον, πλησίον, κοντά.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἄγχι + μολεῖν.