τετρασχιδής

Revision as of 12:52, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (41)

English (LSJ)

ές, only in Adv. -δῶς, =

   A quadripertito, Dosith.p.412 K.

Greek Monolingual

-ές, Α
(μόνο στο επίρρ.) τετρασχιδῶς
τετραπλώς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τετρ(α)- + -σχιδής (< σχίζω), πρβλ. πολυ-σχιδής].