ἐρυγμός
English (LSJ)
ὁ,
A = ἐρυγή 1, Arist.Pr.908a3(pl.), al., Thphr.Od.59(pl.).
German (Pape)
[Seite 1035] ὁ, = ἐρυγή, Arist. probl. 13, 5; Theophr.
Greek (Liddell-Scott)
ἐρυγμός: ὁ, = ἐρυγή, Ἀριστ. Προβλ. 13. 4, κ. ἀλλ., Θεοφρ. Ἀποσπ. 4. 61.
Greek Monolingual
ο (Α ἐρυγμὸς) [[[ερεύγομαι]] (I)]
βλ. ερευγμός.
Russian (Dvoretsky)
ἐρυγμός: ὁ отрыгивание, отрыжка Arst.