αδιοίκητος
From LSJ
Νοεῖν γάρ ἐστι κρεῖττον καὶ σιγὴν ἔχειν → Bene iudicare maius est silentio → Klar denken ist ja besser und verschwiegen sein
Greek Monolingual
-η, -ο (Α ἀδιοίκητος, -ον)
αυτός που δεν έχει διοίκηση, ο ακυβέρνητος
νεοελλ.
αυτός που δεν έχει καλή διοίκηση, παραμελημένος, κακοκυβέρνητος.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἀ- στερητ. + διοικῶ.
ΠΑΡ. ἀδιοικησία].