[ῠ], ᾰκος, ὁ,
A huntsman, PPetr.3p.321 (iii B.C.), Sammelb.286.3.
θηροφύλαξ, ὁ (Α)πάπ.. κυνηγός.[ΕΤΥΜΟΛ. < θηρ(ο)- + φύλαξ.