καμμαρίς

Revision as of 10:47, 31 January 2021 by Spiros (talk | contribs) (LSJ2 replacement)

English (LSJ)

-ίδος, ἡ, v. κάμμαρος.

German (Pape)

[Seite 1317] ίδος, ἡ, = Folgdm, Galen.

Greek Monolingual

καμμαρίς, -ίδος ἡ (Α)
(θηλ. του κάμμαρος) είδος γαρίδας.
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. κάμμαρος.