-ίδος, ἡ, v. κάμμαρος.
[Seite 1317] ίδος, ἡ, = Folgdm, Galen.
καμμαρίς, -ίδος ἡ (Α)(θηλ. του κάμμαρος) είδος γαρίδας.[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. κάμμαρος.