καταθερμαίνω

Revision as of 18:15, 7 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+)<\/b>" to "$1")

English (LSJ)

strengthd. for θερμαίνω, dub.l. in Philagr. ap. Orib. 5.21.1.

German (Pape)

[Seite 1349] verstärktes simplex, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

καταθερμαίνω: ἐπιτεταμ. ἀντὶ θερμαίνω, Ὀρειβάσ. σ. 63 Matth.

Greek Monolingual

θερμαίνω (Α) κατάθερμος
θερμαίνω υπερβολικά.