Κροτωνιάτης

From LSJ
Revision as of 21:35, 29 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

γέλως ἄκαιρος κλαυμάτων παραίτιος → ill-timed laughter causes tears (Menander)

Source

Greek (Liddell-Scott)

Κροτωνιάτης: ὁ, κάτοικος τῆς Κρότωνος (τῆς Μεγάλης Ἑλλάδος), Κρατῖν. ἐν «Τροφωνίῳ» 9, κτλ.

Greek Monolingual

ο, θηλ. -ισσα (Α Κροτωνιάτης)
αυτός που κατάγεται από την πόλη Κρότων ή ο κάτοικος αυτής της πόλης.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < τοπων. Κρότων].