ακροδάκτυλο

From LSJ
Revision as of 22:55, 29 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

πάτερ, ἄφες αὐτοῖς, οὐ γὰρ οἴδασιν τί ποιοῦσιν → father, forgive them, for they know not what they do

Source

Greek Monolingual

το (Μ ἀκροδάκτυλον) (Ν και -δάχτυλο)
η άκρη του δαχτύλου
μσν.
το μεγάλο δάχτυλο του χεριού
νεοελλ.
το μικρό δάχτυλο του χεριού.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἀκρο- (Ι) + δάκτυλος
το μικρό δάχτυλο του χεριού.
ΠΑΡ. νεοελλ. ακροδαχτυλάκι, ακροδαχτυλιά].