ἀδικία ἕξις ὑπεροπτικὴ νόμων → injustice: the state of despising the laws
ἄκτιος, -ον (Α) ἀκτή1. αυτός που ανήκει ή βρίσκεται στην παραλία, ο ακταίος (κυρίως επίθ. του Πανός ως θεού της παραλίας)2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἄκτιον.