ἀντίτολμος
English (LSJ)
ον,
A boldly attacking, A.Eu.553 (lyr.).
German (Pape)
[Seite 262] (τόλμα), dagegen unternehmend, verwegen, Aesch. Eum. 523.
Greek (Liddell-Scott)
ἀντίτολμος: -ον, (τόλμα) ὁ εὐθαρσῶς ἐπιτιθέμενος, Αἰσχύλ. Εὐμ. 553.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui résiste hardiment.
Étymologie: ἀντί, τολμάω.
Spanish (DGE)
-ον
que se atreve a luchar, audaz subst. ὁ ἀ. A.Eu.553.
Greek Monolingual
ἀντίτολμος, -ον (Α)
αυτός που επιτίθεται με τόλμη, τολμηρός.
Greek Monotonic
ἀντίτολμος: -ον (τόλμα), αυτός που επιτίθεται με τόλμη, σε Αισχύλ.