ατελέσφορος
From LSJ
Γυναιξὶ πάσαις κόσμον ἡ σιγὴ φέρει → Decus affert omni mulieri silentium → Es bringt das Schweigen Zierde einer jeden Frau
Greek Monolingual
-η, -ο (Μ ἀτελέσφορος, -ον) τελεσφόρος
νεοελλ.
ο χωρίς αποτέλεσμα, ανώφελος, μάταιος
μσν.
αυτός που δεν ωριμάζει τους καρπούς του.