ὑπερσιτίζω
English (LSJ)
A eat largely, Philostr.Gym.48 codd. (-σιτήσ- Cobet).
Greek (Liddell-Scott)
ὑπερσῑτίζω: ὑπερμέτρως τρώγω, Φιλοστράτ. Γυμναστ. σ. 8, 12. Kays, ἀλλ’ ὁ Cobet διώρθωσεν ὑπερσιτήσαντες.
A eat largely, Philostr.Gym.48 codd. (-σιτήσ- Cobet).
ὑπερσῑτίζω: ὑπερμέτρως τρώγω, Φιλοστράτ. Γυμναστ. σ. 8, 12. Kays, ἀλλ’ ὁ Cobet διώρθωσεν ὑπερσιτήσαντες.