ἀντισήκωμα
English (LSJ)
ατος, τό,
A equipoise, compensation, PSI238.10 (vi/vii A. D.), Eust.546.24.
Greek (Liddell-Scott)
ἀντισήκωμα: -ατος, τό, ἀντιστάθμημα, Εὐστ. 546. 24.
ατος, τό,
A equipoise, compensation, PSI238.10 (vi/vii A. D.), Eust.546.24.
ἀντισήκωμα: -ατος, τό, ἀντιστάθμημα, Εὐστ. 546. 24.