ὑποσείραιος

Revision as of 09:30, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_18)

English (LSJ)

ον,

   A dragged alongside, like a σειραῖος ἵππος, cj. Musgr. in E.HF445 (anap.).

Greek (Liddell-Scott)

ὑποσείραιος: -ον, ὁ συρόμενος παραπλεύρως, ὡς τὸ σειραῖος ἵππος, ἀλλ’ ἐσορῶ... ἄλοχόν τε φίλην (Ἡρακλέους) ὑποσειραίους ποσὶν ἕλκουσαν τέκνα καὶ γεραιὸν πατέρ’ Ἡρακλέους Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 445 (ἐκ διορθώσεως τοῦ Musgr. ἀντί: ὑπὸ σειραίοις).