A v. ἐρείπω.
ἐρήριμμαι: ἴδε ἐρείπω.
v. ἐρείπω.
ἐρήριμμαι (Α)παθ. παρακμ. του ρ. ερείπω.
ἐρήριμμαι: Παθ. παρακ. του ἐρείπω.