ημιτονιαίος

From LSJ
Revision as of 12:55, 28 March 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "αῑος" to "αῖος")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Γυνὴ τὸ σύνολόν ἐστι δαπανηρὸν φύσει → Natura fecit sumptuosas feminas → Es ist die Frau durchaus kostspielig von Natur

Menander, Monostichoi, 97

Greek Monolingual

-α, -ο (Α ἡμιτονιαῖος, -αία, -ον) ημιτόνιο
μουσ. αυτός που αποτελείται από ημιτόνιο, που περιέχει μισό τόνο.