κακοεργία

Revision as of 19:16, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (5)

English (LSJ)

κᾰκο-εργός,

   A = κακουργία, -γος, v. sub vocc.

German (Pape)

[Seite 1300] ἡ, das Schlechthandeln, die böse That, Ggstz εὐεργεσία, Od. 22, 364. [ι des Verses wegen.]

Greek (Liddell-Scott)

κᾰκοεργία: κακοεργός, Ἐπικ. ἀντὶ κακουργία, κακοῦργος, ἴδε τὰς λέξ.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
méchanceté, méfait.
Étymologie: κακοεργός.

Spanish

maleficio

Greek Monolingual

κακοεργία, ἡ (Α)
βλ. κακουργία.

Greek Monotonic

κᾰκοεργία: κᾰκο-εργός, Επικ. αντί κακ-ουργία, -γος.