φλογώψ
English (LSJ)
ὁ, ἡ,
A = φλογωπός, ἀντολαί A.Pr.791.
German (Pape)
[Seite 1292] ῶπος, = φλογωπός, Aesch. Prom. 793 πρὸς ἀντολὰς φλογῶπας ἡλιοστιβεῖς.
ὁ, ἡ,
A = φλογωπός, ἀντολαί A.Pr.791.
[Seite 1292] ῶπος, = φλογωπός, Aesch. Prom. 793 πρὸς ἀντολὰς φλογῶπας ἡλιοστιβεῖς.