κτεατιστός
From LSJ
Δίκαιον εὖ πράττοντα μεμνῆσθαι θεοῦ → Die tuenda memoria in rebus bonis → Wenn es dir gut geht, denk an Gott, dies ist gerecht
Greek (Liddell-Scott)
κτεᾰτιστός: -ή, -όν, κτηθείς, Ἐπιγρ. ἐν τῇ Συλλ. Ἐπιγρ. 1187. (Ἀνθ. Π. παράρτ. 229)· ἀλλ’ ὁ Βöckh ἀναγινώσκει κτεάτεσσιν.
Greek Monolingual
κτεατιστός, -ή, -όν (Α) κτεατίζω
επιγρ. αυτός που αποκτήθηκε, που κερδήθηκε, αποκτημένος, κερδισμένος.
Greek Monotonic
κτεᾰτιστός: -ή, -όν, αποκτημένος, κεκτημένος, σε Ανθ.