Ion. for μεθορμίζω.
[Seite 162] ion. = μεθορμίζω.
μετορμίζω: Ἰων. ἀντὶ μεθορμίζω, Ἡρόδ. 2. 115, 7. 182.
ion. c. μεθορμίζω.
μετορμίζω (Α)(ιων.τ.) βλ. μεθορμίζω.
μετορμίζω: Ιων. αντί μεθορμίζω.