περιφαής

Revision as of 13:44, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

English (LSJ)

ές,

   A gleaming all round, βλεφάρων περιφαέα [ᾱ metri gr.] κύκλα Opp.H.2.6.

German (Pape)

[Seite 598] ές, ringsum leuchtend, blickend, βλεφάρων κύκλα, Opp. Hal. 2, 6 [wo α lang ist].

Greek (Liddell-Scott)

περιφαής: -ές, ὁ λάμπων, βλέπων ὁλόγυρα, βλεφάρων περιφαέα κύκλα [[[ἔνθα]] ἡ προπαραλήγ. ἐκτείνεται ὡς ἐν τῷ φάεα], Ὀππ. Ἁλ. 2. 6.

Greek Monolingual

-ές, Α
1. αυτός που λάμπει προς όλες τις διευθύνσεις
2. αυτός που τά βλέπει όλα («βλεφάρων περιφαέα κύκλα», Οππ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < περι- + -φαής (< φᾶος «φως»)].