ὀρχμαί

Revision as of 17:35, 8 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+)<\/b>" to "$1")

English (LSJ)

φραγμοί, καλαμῶνες, φάραγγες, σπῆλυγξ, Hsch. : ὀρχμούς· λοχμῶδες καὶ ὄρειον χωρίον, οὐκ ἐπεργαζόμενον, Lex.Rhet.Cant.p.29 Meier. (Cf. ὀρχάμη.)

Greek Monolingual

ὀρχμαί (Α)
(κατά τον Ησύχ.) «φραγμοί, καλαμῶνες, φάραγγες, σπῆλυγξ».
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὄρχος + κατάλ. -μή].