ὀνοειδής

Revision as of 14:33, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

English (LSJ)

ές,

   A of the ass kind, EM220.32.

German (Pape)

[Seite 348] ές, eselartig, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ὀνοειδής: -ές, ὅμοιος ὄνῳ, Ὠριγέν. κατὰ Κέλσου 6, σ. 295 (359) ― Ἐπίρρ. ὀνοειδῶς αὐτόθι 304, 369.

Greek Monolingual

ὀνοειδής, -ές (Α) όνος
αυτός που είναι όμοιος με όνο. Επίρ. ὀνοειδῶς (Α)
σαν όνος, σαν γαϊδούρι.