(I)ὀρρώδης, -ῶδες (Α) όρροςαυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον όρρο, δηλ. στον πρωκτό. (II)-ες, (ΑΜ ὀρρώδης, -ῶδες)βλ. ορώδης (Ι).