ὀφθαλμίας

Revision as of 16:06, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)-([\w]+)<\/b>" to "$1-$2")

English (LSJ)

ου, ὁ,

   A quick-sight, a kind of eagle, ἀετὸς ὀ. Lyc.148.    II a kind of fish, Plaut.Cap.850.

German (Pape)

[Seite 425] ὁ, eine Adler- oder Falkenart, von ihrem scharfen Gesicht benannt, Sp.; vgl. Lyc. 148.

Greek (Liddell-Scott)

ὀφθαλμίας: -ου, ὁ, ὀξυδερκής, εἶδος ἀετοῦ, ἀετὸς ὀφθ. Λυκόφρ. 148. ΙΙ. εἶδος ἰχθύος, Plaut. Captiv. 4. 2, 71.

Greek Monolingual

ὀφθαλμίας, ὁ (Α)
1. (για ένα είδος αετού) οξυδερκής
2. είδος ψαριού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀφθαλμός + επίθημα -ίας (πρβλ. ωμ-ίας)].