κρόμμυον (Ascalon), Hsch.
παλλάχανον: «κρόμμυον. Ἀσκαλωνῖται» Ἡσύχ.
παλλάχανον (Α)(κατά τον Ησύχ.) «κρόμμυον».[ΕΤΥΜΟΛ. < παν- + λάχανον.