περιπαθής, Hsch.; cf. περίδινος.
[Seite 572] f. L. statt περίδινος; so auch περιδεινέω u. ä.
περίδεινος: -ον, ἡμαρτημ. γραφ. ἀντὶ περίδινος, Ἡσύχ.
-ον, Α(κατά τον Ησύχ.) περιπαθής.[ΕΤΥΜΟΛ. < περι- + δεινός.