πορφυροσχήμων

Revision as of 15:57, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)-([\w]+)<\/b>" to "$1-$2")

English (LSJ)

ον, gen. ονος, (σχῆμα)

   A purple-clad, Polyaen.4.3.24.

German (Pape)

[Seite 686] ον, mit purpurnem Anzuge, Polyaen. 4, 3, 24, zw.

Greek (Liddell-Scott)

πορφῡροσχήμων: -ον, (σχῆμα) ὁ περιβεβλημένος πορφύραν, Πολύαιν. 4. 3, 24.

Greek Monolingual

-ον, Α
ντυμένος με πορφυρά ενδύματα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πορφύρα + -σχήμων (< σχῆμα), πρβλ. μεγαλο-σχήμων].