προσεισδέχομαι
From LSJ
χαῖρ', ὦ μέγ' ἀχρειόγελως ὅμιλε, ταῖς ἐπίβδαις, τῆς ἡμετέρας σοφίας κριτὴς ἄριστε πάντων → all hail, throng that laughs untimely on the day after the festival, best of all judges of our poetic skill
English (LSJ)
A receive in addition, -δεδέχθαι εἰς τὴν μίσθωσιν ἀρτάβας ύ PGoodsp.Cair.7.13 (ii B.C.).
Greek Monolingual
Α
παραδέχομαι επιπροσθέτως.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ- + εἰσδέχομαι «υποδέχομαι, παραδέχομαι»].