ἀλώπηξ, αἰετοῦ ἅ τ' ἀναπιτναμένα ῥόμβον ἴσχει → a fox, which, by spreading itself out, wards off the eagle's swoop
το / ῥηγλίον, ΝΑ ρήγλαυποκορ. τ. του ρήγλα.
Bulgarian: равнилка; Galician: rapa, rebolo, rebola; Greek: ρηγλί, κόφτρα; Ancient Greek: ἀπόμακτρον, ῥόχανον; Latin: hostorium; Welsh: cyforbren