σκερός
From LSJ
Ζήτει σεαυτῷ καταλιπεῖν εὐδοξίαν → Tibi studeto gloriam relinquere → Dir guten Ruf zu hinterlassen sei bemüht
Greek (Liddell-Scott)
σκερός: «αἰδοιολείκτης» Ἡσύχ.
Greek Monolingual
Α
(κατά τον Ησύχ.) «αἰδοιολείκτης».
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ.].
Frisk Etymological English
Grammatical information: ?
Meaning: αἰδοιολείκτης H.
Origin: XX [etym. unknown]
Etymology: Unknown.