σταδίη

Revision as of 20:40, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (6)

English (LSJ)

ἡ,

   A v. στάδιος.

German (Pape)

[Seite 926] ἡ, s. στάδιος.

Greek (Liddell-Scott)

στᾰδίη: ἡ, ἴδε στάδιος.

French (Bailly abrégé)

v. στάδιος.

English (Autenrieth)

see στάδιος.

Greek Monolingual

ἡ, Α
βλ. στάδιος.

Greek Monotonic

στᾰδίη: ἡ, βλ. στάδιος.