συγκατακεράννυμι

Revision as of 12:35, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (39)

English (LSJ)

   A commingle, mix up with, Aesar. ap. Stob.1.49.27 (Pass.).

Greek (Liddell-Scott)

συγκατακεράννυμι: συναναμιγνύω, συγκεράννυμι, Γρηγ. Νύσσ. τ. 1, σελ. 135 ἐν τέλει: ἐν τῷ παθητ., Ἀρέσας ἐν Στοβ. Ἐκλογ. 1. 856.

Greek Monolingual

Α
αναμιγνύω εκ παραλλήλου, αναμιγνύω μαζί.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + κατακεράννυμι «αναμιγνύω»].

Greek Monolingual

Α
αναμιγνύω εκ παραλλήλου, αναμιγνύω μαζί.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + κατακεράννυμι «αναμιγνύω»].