συμβουλευτής

Revision as of 12:36, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (39)

English (LSJ)

οῦ, ὁ,

   A adviser, counsellor, Pl.Lg. 921a, LXX 1 Es.8.11.    II (βουλευτής) fellow-councillor or -senator, Din.Fr.89.33; at Rome, D.C.59.26; in Roman Egypt, PGiss.34.7 (iii A.D.).

German (Pape)

[Seite 980] ὁ, Berather, Rathgeber, Plat. Legg. XI, 921 a.

Greek (Liddell-Scott)

συμβουλευτής: -οῦ, (συμβουλεύω) ὁ συμβουλεύων, Λατιν. auctor, Πλάτ. Νόμ. 921Α. ΙΙ. (βουλευτὴς) σύντροφος βουλευτής, ὁ ὁμοῦ ὢν βουλευτής, Δείναρχ. παρὰ Πολυδ. Ϛ΄, 159, Δίων Κ. 59. 26.

Greek Monolingual

ο, ΝΑ συμβουλεύω
1. αυτός που δίνει συμβουλές σε κάποιον, σύμβουλος
2. βουλευτής από την ίδια περιφέρεια ή κατά την ίδια χρονική περίοδο με κάποιον άλλον
αρχ.
(στην αρχαία Ρώμη) συγκλητικός κατά την ίδια περίοδο με άλλον.

Greek Monolingual

ο, ΝΑ συμβουλεύω
1. αυτός που δίνει συμβουλές σε κάποιον, σύμβουλος
2. βουλευτής από την ίδια περιφέρεια ή κατά την ίδια χρονική περίοδο με κάποιον άλλον
αρχ.
(στην αρχαία Ρώμη) συγκλητικός κατά την ίδια περίοδο με άλλον.