συμπαραστέκομαι

From LSJ
Revision as of 12:36, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (39)

τύχας ὀνησίμους γαίας ἐξαμβρῦσαιcause happiness to spring forth from the earth

Source

Greek Monolingual

και, σπαν. το ενεργ. συμπαραστέκω Ν παραστέκω, -ομαι]]
συμπαρίσταμαι.

Greek Monolingual

και, σπαν. το ενεργ. συμπαραστέκω Ν παραστέκω, -ομαι]]
συμπαρίσταμαι.