συμπαραστέκομαι
From LSJ
Greek Monolingual
και, σπαν. το ενεργ. συμπαραστέκω Ν παραστέκω, -ομαι]]
συμπαρίσταμαι.
Greek Monolingual
και, σπαν. το ενεργ. συμπαραστέκω Ν παραστέκω, -ομαι]]
συμπαρίσταμαι.
και, σπαν. το ενεργ. συμπαραστέκω Ν παραστέκω, -ομαι]]
συμπαρίσταμαι.
και, σπαν. το ενεργ. συμπαραστέκω Ν παραστέκω, -ομαι]]
συμπαρίσταμαι.