συνεπιζητώ

Revision as of 12:40, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (39)

Greek Monolingual

-έω, Α
διερευνώ κάτι από κοινού με κάποιον.

Greek Monolingual

-έω, Α
διερευνώ κάτι από κοινού με κάποιον.