συμφρόνασις
From LSJ
Ῥᾳθυμίας περίφευγε (γὰρ φεῦγε) καὶ κακοὺς φίλους → Malos amicos et levitatem omnem fuge → Die schlechten Freunde meide und Vergnügungssucht
Greek Monolingual
-άσεως, ἡ, Α
(δωρ. τ.) βλ. συμφρόνησις.
Ῥᾳθυμίας περίφευγε (γὰρ φεῦγε) καὶ κακοὺς φίλους → Malos amicos et levitatem omnem fuge → Die schlechten Freunde meide und Vergnügungssucht
-άσεως, ἡ, Α
(δωρ. τ.) βλ. συμφρόνησις.