χαλκωματάς
From LSJ
Γνώμης γὰρ ἐσθλῆς ἔργα χρηστὰ γίγνεται → Proba sunt illius facta, cui mens est proba → Aus edler Einstellung erwächst die edle Tat
Greek Monolingual
ο / χαλκωματᾱς, ΝΑ, και χαρκωματάς Ν, και χαρκωματᾱς Α
χαλκουργός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χάλκωμα, χαλκώματος + κατάλ. -ᾶς (πρβλ. πλακουντᾶς, σαγματᾶς)].