σύρροια

From LSJ
Revision as of 09:44, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (4b)

Θέλομεν καλῶς ζῆν πάντες, ἀλλ' οὐ δυνάμεθα → Bene vivere omnes volumus, at non possumus → Gut leben wollen wir alle, doch wir können es nicht

Menander, Monostichoi, 236

Greek Monolingual

ἡ, ΜΑ, και σύνροια Α συρρέω
συρροή («ἡ... ἐς τὴν γαστέρα ξύρροια τοῡ πύου», Αρετ.).

Russian (Dvoretsky)

σύρροια: ἡ Polyb. = συρροή.