τετραγραμμιαίος
From LSJ
Δίκαιος ἐὰν ᾖς, πανταχοῦ τῷ τρόπῳ χρήσῃ νόμῳ († λαληθήσῃ) → Si iustus es pro lege tibi mores erunt → Bist du gerecht, ist dein Charakter dir Gesetz (wirst du in aller Munde sein)
Greek Monolingual
-ον, Α
(για χρυσά νομίσματα) αυτός που ζυγίζει τέσσερα γράμματα, τα οποία ήταν υποδιαίρεση μέτρου βάρους («τετραγραμμιαῖα νομίσματα», πάπ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < τετρ(α)- + γράμμα «υποδιαίρεση μέτρου βάρους» + κατάλ. -ιαῖος].