Οὐκ ἔστιν οὐδὲν κτῆμα κάλλιον φίλου → Nulla est amico pulchrior possessio → Als einen Freund gibt's keinen schöneren Besitz
το / χοινίκιον, ΝΑ [[χοῑνιξ, χοίνικος]]
νεοελλ.
το σοινίκι
αρχ.
1. υποκορ. του χοῖνιξ
2. όργανο βασανισμού, είδος ποδοκάκκης.