φιλόδοτος
English (LSJ)
ον,
A bounteous, Dain Inscr. du Louvre 53 (near Smyrna, φιδολοτος lapis).
Greek Monolingual
-ον, Α
γενναιόδωρος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο)- + δοτός (< δίδωμι), πρβλ. ἀξιό-δοτος].
ον,
A bounteous, Dain Inscr. du Louvre 53 (near Smyrna, φιδολοτος lapis).
-ον, Α
γενναιόδωρος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο)- + δοτός (< δίδωμι), πρβλ. ἀξιό-δοτος].